- προχειράριος
- προχειρ-άριος, ὁ, =A amanuensis, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προχειράριος — ὁ, Μ αυτός που γράφει καθ υπαγόρευσιν, ο γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χείρ, χειρός + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek
προχειρογράφος — ο, η, ΝΑ νεοελλ. αυτός που γράφει με προχειρότητα, αυτός τού οποίου τα γραπτά διακρίνονται για την προχειρότητά τους αρχ. προχειράριος*, γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχειρος + γράφος*] … Dictionary of Greek
προχειροφόρος — ὁ, Α προχειράριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχειρος + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek